Μέσα από τη διήγηση της ευαγγελικής περικοπής περί της θεραπείας του εκ γενετής τυφλού, ο Σεβ. Μητροπολίτης Διδυμοτείχου, Ορεστιάδος και Σουφλίου κ. Δαμασκηνός, ιερουργών στον Ιερό Ενοριακό Ναό Κοιμήσεως Θεοτόκου Ορεστιάδος, την Κυριακή 24 του μηνός Μαΐου ε.ε., επεσήμανε στους πιστούς ότι αναδεικνύονται τρεις βασικές αλήθειες:

«Πρῶτον· εὑρισκόμεθα μπροστά σέ μία πράξη δημιουργίας, πού ἀναδεικνύει ὅτι ὁ Χριστός, ὡς ἕνα ἀπό τά τρία Πρόσωπα τῆς Παναγίας Τριάδος, εἶναι Θεός καί δημιουργός τῶν ἀνθρώπων, διότι ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο θαυματούργησε φανερώνει καθαρά τόν τρόπο τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Τριαδικό Θεό. Ἐπίσης παρουσιάζεται ἡ μεγάλη ἀλήθεια ὅτι τό σῶμα εἶναι ἀμεσο δημιούργημα τοῦ Θεοῦ καί ὅτι προέρχεται ἀπό τή γῆ. Ἑπομένως ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος βρίσκεται στό γεγονός ὅτι εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἀμέσου δημιουργικῆς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ καί ὅτι μέσα του ἔχει ψυχή.
»Δεύτερον· τό θαῦμα τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ δείχνει καί τόν σκοπό τῆς ἐλεύσεως τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο. Ὁ Χριστός ἦλθε γιά νά ἀναδημιουργήσει καί νά ἀναπλάσει τόν ἄνθρωπο. Μέ τό ἅγιο βάπτισμα ὅλες οἱ αἰσθήσεις τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος γίνονται αἰσθήσεις τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἄνθρωπος ἑνώνεται μέ τόν Χριστό καί ἀποκτᾶ νόημα ἡ ζωή του. Βγαίνει ἀπό τό σκότος τῆς πλάνης καί γεύεται τό Φῶς τῆς ζωῆς.
»Τρίτον, ἀντίθετα μέ τούς γονεῖς του, ὁ τυφλός ἐπέδειξε θάρρος καί ὡμολόγησε ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Ἐκεῖνος πού τόν θεράπευσε. Δέν ὑπέκυψε στίς πιέσεις τῶν Φαρισαίων, δέν φοβήθηκε νά πεῖ τήν ἀλήθεια. Οἱ Φαρισαῖοι μισοῦσαν τὸν Κύριο καὶ εἶχαν ἀπειλήσει ὅτι ὅποιος Τὸν ὁμολογοῦσε ὡς Μεσσία θὰ γινόταν ἀποσυνάγωγος. Ὁ εὐεργετηθείς τυφλός ὅμως ἔδειξε θάρρος, ὄχι ὅμως καὶ θράσος. Ἡ ὁμολογία του ξεχωρίζει καὶ γιὰ τὸ ἀνώτερο ἦθος της. Ἂν καὶ κατάλαβε τὴ δολιότητα τῶν Ἰουδαίων, δὲν θύμωσε οὔτε τοὺς ἤλεγξε. Ἀπαντοῦσε σταθερά, μὲ εὐθύτητα καὶ ἠρεμία. Καὶ ὅταν τὸν χλεύασαν καὶ τὸν ἔδιωξαν, δὲν ἀνταπέδωσε. Καί ἡ ὁμολογία του εἶχε λογικὰ ἐπιχειρήματα. Κρυστάλλινη λογική, στὴν ὁποία οἱ Φαρισαῖοι δὲν μπόρεσαν νὰ ἀντιτάξουν παρὰ μόνο ὕβρεις καὶ βία.

»Ἄς ἔλθουμε ὅμως καί στήν περίπτωση τή δική μας. Πῶς θά μπορέσουμε εὐθαρσῶς καί ἄφοβα νά ὁμολογοῦμε τὴν πίστη μας στὸν Κύριο; Ἡ ἀπάντηση εἶναι ἁπλῆ. Μποροῦμε νά ὁμολογοῦμε μέ παρρησία τὴν πίστη μας, μόνον ὅταν τὴν ζοῦμε. Ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης στίς Ἐπιστολές του γράφει «ὃς ἂν ὁμολογήσῃ ὅτι ᾿Ιησοῦς ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεὸς ἐν αὐτῷ μένει καὶ αὐτὸς ἐν τῷ Θεῷ» (Α΄ Ἰω. δ΄ 15), δηλαδὴ ὁμολογεῖ κανεὶς τὸν Χριστὸ ὄχι μὲ τὴ δική του δύναμη ἀλλὰ μὲ τὴ βοήθεια τῆς θείας Χάριτος. Ἀντίστοιχα καί ὁ τυφλὸς ὡμολόγησε αὐτὸ ποὺ ἔζησε καί ἡ ὁμολογία του ἦταν κατάθεση τῆς ἐμπειρίας του, διότι εἶπε «εἰ ἁμαρτωλός ἐστιν οὐκ οἶδα· ἓν οἶδα, ὅτι τυφλὸς ὢν ἄρτι βλέπω»…
»Ὅλα αὐτά, ἀγαπητοί, δείχνουν ὅτι ὁ Χριστός δέν εἶναι ἁπλῶς ὁ ἀρχηγός τῆς πίστεώς μας ἀλλά εἶναι ἡ ἴδια ἡ Ζωή μας. Αὐτός μᾶς ἔδωσε τή ζωή, μᾶς συντηρεῖ στή ζωή καί μᾶς δίδει τήν γεύση καί τήν ἐμπειρία τῆς αἰωνίου ζωῆς. Ἡ τύφλωσή μας σταματᾶ, ὅταν ζοῦμε μυστηριακά μέσα στήν Ἐκκλησία. Ὅσοι εἶναι ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία εἶναι τυφλοί καί ἀνήμποροι νά ἑρμηνεύσουν τά θέματα τῆς ζωῆς. Οἱ χριστιανοί ὅμως εἶναι οἱ πραγματικά φωτισμένοι, ἀφοῦ εἶναι ἑνωμένοι μέ τό «Φῶς τοῦ κόσμου» καί ἔχουν ὀφθαλμούς γιά νά βλέπουν καί νά ἀπολαμβάνουν τό αἰώνιο φῶς, πού ἐπαγγέλλεται ὁ Χριστός».